DSD Vs PCM - Ορολογιες, Εξηγησεις, Παραδειγματα και διαφορες αναμεσα στα format ηχογραφησης.
DSD 1bit
To DSD στην
ουσία του περιέχει μέσα του 1-bit
και έχει ρυθμό δειγματοληψίας στα 2,8224
MHz ενώ κάνει χρήση του
θορύβου κβαντισμού προκειμένου να
πιέσει το 1-bit και να
ακούγεται σωστά και ακριβώς. Αυτό δίνει
στο σήμα μεγαλύτερη δυναμική περιοχή
και ευρύτερη απόκριση συχνότητας από
τα κοινά μας CD με τα 16bit.
Η μορφή SACD (Super
Audio CD) είναι
σε θέση να παρέχει ένα δυναμικό εύρος
της τάξεως των 120 dB
ξεκινώντας από τα 20 Hz τα
χαμηλά έως τα 20 kHz τα υψηλά
και μια εκτεταμένη απόκριση συχνότητας
φτάνοντας μέχρι και τα 100 kHz
αν και οι περισσότεροι players
CD’s που διατίθενται σήμερα
έχουν ένα ανώτατο όριο των 80-90 kHz
και όπως καλά γνωρίζετε τα 20 kHz
είναι το θεωρητικό ανώτατο όριο της
ανθρώπινης ακοής μας.
Η διαδικασία της δημιουργίας ενός
σήματος DSD είναι εννοιολογικά
παρόμοια με τη λήψη ενός 1-bit
Delta-Sigma
επεξεργαστή με μετατροπέα από αναλογικό
σε ψηφιακό (A / D)
και με την απομάκρυνση του αποκωδικοποιητή
όπου μετατρέπει το 1-bit
στο bit stream
σε πολυψήφια δηλαδή σε PCM.
Αντ 'αυτού το 1-bit σήμα
καταγράφεται απευθείας χωρίς μετατροπέα
και μόνο στη θεωρία απαιτεί ένα φίλτρο
χαμηλής διέλευσης (Low Pass
Filter / LPF) για
την ανακατασκευή του αρχικού σήματος
μας στην αναλογική κυματομορφή του.
Στην πραγματικότητα είναι λίγο πιο
περίπλοκη η όλη διαδικασία, και η αναλογία
είναι ατελής γιατί το γεγονός πως ο
1-bit Delta-Sigma
μετατροπέας είναι αυτές τις μέρες μας
μάλλον κάτι ασυνήθιστο, κι αυτό γιατί
το ένα 1-bit σήμα δεν μπορεί
να αμφιταλαντεύεται σωστά. (Οι πιο
σύγχρονοι Delta-Sigma
μετατροπείς είναι πλέον τα Multi
bit κι όχι τα bit.)
Λόγω της φύσης του Delta-Sigma
μετατροπέα, δεν μπορεί κανείς να προβεί
σε άμεση σύγκριση μεταξύ του DSD
και του PCM. Μια πρώτη
προσέγγιση είναι δυνατή, αν και για να
γίνει αυτό εφικτό θα πρέπει να τοποθετήσουμε
το DSD σε ορισμένες πτυχές
του σε συγκρίσιμο σημείο με μιας μορφής
του PCM που έχει βάθος
20bits και μία συχνότητα
δειγματοληψίας τάξεως των 96 kHz
πράγμα που καθίσταται μη συγκρίσιμο. Η
PCM δειγματοληψία σε 24 bits
μας παρέχει ένα (θεωρητικό) επιπλέον
δυναμικό εύρος της τάξεως των 24 dB.
Επειδή ήταν εξαιρετικά δύσκολο να
πραγματοποιηθούν διεργασίες DSP
(για παράδειγμα η εκτέλεση ενός EQ,
την ισορροπία του panning
και άλλες αλλαγές στον ψηφιακό τομέα)
σε ένα περιβάλλον του 1-bit,
και λόγω της επικράτησης του εξοπλισμού
των πολλών στούντιο με εγκατεστημένα
προγράμματα όπως τα: Pro
Tools, Cubase,
Reaper, Logic,
Sonar κλπ όπου τα οποία οι
μηχανές ήχων τους είναι PCM –
based* (εξαιρούνται
κάποιες), η συντριπτική πλειοψηφία
των αρχείων SACD - κυρίως
rock και σύγχρονη μουσική
η οποία βασίζεται σε τεχνικές πολυκάναλης
ηχογράφησης είναι στην πραγματικότητα
PCΜ, και στη
συνέχεια μετατρέπονται σε DSD
για mastering είτε SACD.
Για να αντιμετωπιστούν ορισμένα από τα
θέματα αυτά, μια νέα μορφή του στούντιο
έχει αναπτυχθεί, η οποία συνήθως
αναφέρεται ως «DSD επίπεδο",
η οποία διατηρεί υψηλό ποσοστό του
δείγματος του πρότυπου της DSD
αλλά χρησιμοποιεί πλέον 8-bit,
και όχι το μονό 1bit ψηφιακού
μήκους των λέξεων, αν και πάλι εξαρτάται
σε μεγάλο βαθμό από το θόρυβο της
διαμόρφωσης μας. Γίνεται σχεδόν το ίδιο
με το PCM (αυτό μερικές
φορές αναφέρεται υποτιμητικά ως «PCM
- Narrow"), αλλά έχει
το πρόσθετο πλεονέκτημα του κάνοντας
DSP λειτουργίες στο στούντιο
πολύ πιο πρακτικό. Η κύρια διαφορά είναι
ότι «το DSD επίπεδο»
εξακολουθεί να διατηρεί 2,8224 MHz
(64Fs) συχνότητα δειγματοληψίας,
ενώ η υψηλότερη συχνότητα στην οποία
το PCM έχει υπό επεξεργασία
και μπορεί να εφαρμόσει είναι τα 352,8 kHz
(8Fs).
Μια άλλη μορφή επεξεργασίας DSD
είναι και η DXD (Digital
eXtreme Definition),
μια μορφή PCM με ανάλυση
24-bit δειγματοληψίας στα
352,8 kHz.
Σημειώστε εδώ ότι η υψηλή ανάλυση PCM
(DVD-Audio, HD
DVD και Blu-ray
Disc) όπως και τα DSD
(SACD) μπορεί να διαφέρουν
τεχνικά στις υψηλές συχνότητες τους.
Ένα φίλτρο ανακατασκευής χρησιμοποιείται
συνήθως σε συστήματα PCM
αποκωδικοποίησης, με τον ίδιο τρόπο
όπως τα bandwidth-περιοριστικά
φίλτρα που χρησιμοποιούνται συνήθως
στα συστήματα PCM
κωδικοποίησης. Κάθε σφάλμα ή ανεπιθύμητο
τεχνούργημα που θεσπίστηκε με τέτοια
φίλτρα θα επηρεάσει συνήθως το τελικό
μας αποτέλεσμα.
Το δυναμικό εύρος της DSD
μειώνεται γρήγορα σε συχνότητες άνω
των 20 kHz, όπου αυτά οφείλονται
στη χρήση των ισχυρών θορύβων με τεχνικές
μορφοποίησης οι οποίες ωθούν το θόρυβο
έξω από την ακουστική ζώνη του αυτιού
μας με αποτέλεσμα την άνοδο του noise
floor ακριβώς πάνω από 20
kHz. To δυναμικό
εύρος του PCM από την άλλη
μεριά είναι ίδιο σε όλες τις συχνότητες
του, ωστόσο σχεδόν όλα τα σημερινά τσιπ
DAC χρησιμοποιούν κάποιο
είδος του σίγμα-δέλτα μετατροπέα σε PCM
αρχεία που οδηγεί στο ίδιο φάσμα του
θορύβου με τα αποτελέσματα ως DSD
σήματα.
SBM Super
Bit Mapping
Super Bit Mapping (SBM) είναι μια
διαδικασία διαμόρφωσης του θορύβου,
που αναπτύχθηκε από τη Sony για mastering CD.
Το Super Bit Mapping είναι η διαδικασία μετατροπής
των 20-bit σήματος από την εγγραφή μας σε
μια 16-bit μορφή με σχεδόν χωρίς απώλεια
ποιότητας του ήχου. Η επεξεργασία αυτή
πραγματοποιείται σε ειδικούς επεξεργαστές
στο εσωτερικό της συσκευής εγγραφής
μας, ενώ μια παρόμοια μέθοδος χρησιμοποιείται
στις DSD της Sony σε PCM μετατροπής και
ονομάζεται Direct SBM
Super Mapping Direct bit (SBM)
Μια νέα διαδικασία έχει
βρεθεί προκειμένου να διατηρήσουν τη
μέγιστη δυνατή ποιότητα σήματος στα
16bit, αυτή η
διαδικασία ονομάζεται Super
Mapping Direct Bit και επιτρέπει το φιλτράρισμα
του θορύβου και το σχήμα του σήματος
DSD σε ένα και μόνο στάδιο, ως αποτέλεσμα
τα ενδιαμέσου re-quantize
σφάλματα, οι κυματισμοί μας έχουν
εξαλειφθεί, και τα aliasing έχουν
ελαχιστοποιηθεί. Αυτή η τεχνολογία έχει
πλήρως ενσωματωθεί σε ένα στάδιο FIR
δηλαδή ένα φίλτρο ψηφιακού διαμορφωτή
θορύβου, που αναπτύχθηκε από τη Sony. Το
σήμα που προκύπτει δηλαδή τα 16-bit/44.1kHz
καταγράφονται στο ανώτερο στρώμα του
υβριδικού δίσκου που πληρεί κατά συνέπεια
τις προδιαγραφές του Κόκκινου Βιβλίου
(Red Book) για
τα Compact Discs και μπορεί να
παίξει σε οποιαδήποτε υπάρχουσα συσκευή
αναπαραγωγής CD.
Όπως προαναφέρθηκε, τα 20bit σε
24-bit σε ακρίβεια μπορούν να προσεγγιστούν
με 16-bit ψηφιακού ήχου (SACD υβριδικά δίσκοι)
με το Super Bit Mapping Direct, αλλά
αυτή η τεχνολογία μπορεί επίσης να
μεταφερθεί με το πρότυπο Compact Disc χάρη
σε ένα ειδικό επεξεργαστή: Τον επεξεργαστή
SBM.
Στην πραγματικότητα, τα 16-bit/44.1kHz είναι
μόνο μία επιλογή για το DSD, καθώς η αρχική
συχνότητα 2.8224MHz έχει υπολογιστεί
προσεκτικά ώστε να επιτρέψει μία
υψηλής ακρίβειας υποβιβασμό σε
όλους τους σημερινούς ρυθμούς
δειγματοληψίας της PCM χάρη στο απλό
ακέραιο πολλαπλασιασμού και διαιρέσεων
του.
Πράγματι, η συχνότητα δειγματοληψίας
της DSD, είναι 64x44.1kHz = 2.8224MHz, κι έχει επιλεγεί
να είναι ένα απλό πολλαπλάσιο των
περισσότερων από τα κοινά ποσοστά του
δείγματος, προκειμένου να γίνετε η
μετατροπή των δεδομένων στις υπάρχουσες
μορφές ήχου όσο το δυνατόν ευκολότερη.
Με τη χρήση του σήματος DSD ως πρώτη ύλη,
τα προβλήματα που σχετίζονται με jitter
δηλαδή ασύγχρονη μετατροπή συχνότητας
δειγματοληψίας πλέον έχουν εξαλειφθεί
εντελώς!
Testing Comments Styling...
ΑπάντησηΔιαγραφή